muzeum
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | muzeum | muzea |
γενική | muzeów | |
δοτική | muzeom | |
αιτιατική | muzea | |
οργανική | muzeami | |
τοπική | muzeach | |
κλητική | muzea |
Ετυμολογία επεξεργασία
- muzeum < λατινική musaeum < αρχαία ελληνική Μουσεῖον
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
muzeum (pl) ουδέτερο
- το μουσείο