↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ Μουσεῖον τὰ Μουσεῖ
      γενική τοῦ Μουσείου τῶν Μουσείων
      δοτική τῷ Μουσεί τοῖς Μουσείοις
    αιτιατική τὸ Μουσεῖον τὰ Μουσεῖ
     κλητική ! Μουσεῖον Μουσεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Μουσείω
γεν-δοτ τοῖν  Μουσείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Μουσεῖον < Μοῦσ(α) + -εῖον

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μουσεῖον ουδέτερο

  1. ιερό των Μουσῶν ή ενδιαίτημά τους
  2. χώρος ποίησης και μουσικής
  3. φιλοσοφική σχολή και βιβλιοθήκη
  4. όνομα λόφου στην (αρχαία) Αθήνα
  5. (ελληνιστική σημασία) σχολή γραμμάτων και τεχνών
  6. Μουσεῖα: εορτή των Μουσών

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)