ενικός         πληθυντικός  
museum museums

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

museum (en)

  • το μουσείο
    ⮡  Will you go to the sculpture exhibit at the museum?
    Θα πάτε στην έκθεση γλυπτικής στο μουσείο;



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

museum (da) ουδέτερο



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

museum (no) ουδέτερο



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

museum (nl) ουδέτερο