museum
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
museum | museums |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmuseum (en)
- το μουσείο
- ⮡ Will you go to the sculpture exhibit at the museum?
- Θα πάτε στην έκθεση γλυπτικής στο μουσείο;
- ⮡ Will you go to the sculpture exhibit at the museum?
Πηγές
επεξεργασία
Δανικά (da)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmuseum (da) ουδέτερο
- το μουσείο
Νορβηγικά (no)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmuseum (no) ουδέτερο
- το μουσείο
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmuseum (nl) ουδέτερο
- το μουσείο