κατάνα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατάνα < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική かたな (katana)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατάνα ουδέτερο άκλιτο

  • μακρύ ιαπωνικό μονής κόψης ξίφος με ενιαία άκρη και μικρή κυρτότητα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία