αδιασπάθιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδιασπάθιστος < α- + διασπαθίζω + -τος
Επίθετο επεξεργασία
αδιασπάθιστος
- που δεν έχει διασπαθιστεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδιασπάθιστος
|
Δείτε επίσης : αδιάσπαστος |
αδιασπάθιστος
|