Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διασπαθισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Συγγενικά
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διασπαθισμέν
ος
η
διασπαθισμέν
η
το
διασπαθισμέν
ο
γενική
του
διασπαθισμέν
ου
της
διασπαθισμέν
ης
του
διασπαθισμέν
ου
αιτιατική
τον
διασπαθισμέν
ο
τη
διασπαθισμέν
η
το
διασπαθισμέν
ο
κλητική
διασπαθισμέν
ε
διασπαθισμέν
η
διασπαθισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διασπαθισμέν
οι
οι
διασπαθισμέν
ες
τα
διασπαθισμέν
α
γενική
των
διασπαθισμέν
ων
των
διασπαθισμέν
ων
των
διασπαθισμέν
ων
αιτιατική
τους
διασπαθισμέν
ους
τις
διασπαθισμέν
ες
τα
διασπαθισμέν
α
κλητική
διασπαθισμέν
οι
διασπαθισμέν
ες
διασπαθισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
διασπαθισμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
διασπαθίζω
Αντώνυμα
επεξεργασία
αδιασπάθιστος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
διασπαθίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διασπαθισμένος