ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σπαθίον τὰ σπαθί
      γενική τοῦ σπαθίου τῶν σπαθίων
      δοτική τῷ σπαθί τοῖς σπαθίοις
    αιτιατική τὸ σπαθίον τὰ σπαθί
     κλητική ! σπαθίον σπαθί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπαθίω
γεν-δοτ τοῖν  σπαθίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπαθίον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σπάθ(η) + υποκοριστικό επίθημα -ίον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: σπαθίν νέα ελληνικά: σπαθί

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπαθίον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)