↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπαθοφορία οι σπαθοφορίες
      γενική της σπαθοφορίας των σπαθοφοριών
    αιτιατική τη σπαθοφορία τις σπαθοφορίες
     κλητική σπαθοφορία σπαθοφορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπαθοφορία < σπαθ(ί) -ο- + -φορία, (μαρτυρείται από το 1891)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπαθοφορία θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)