Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπαθοειδής η σπαθοειδής το σπαθοειδές
      γενική του σπαθοειδούς* της σπαθοειδούς του σπαθοειδούς
    αιτιατική τον σπαθοειδή τη σπαθοειδή το σπαθοειδές
     κλητική σπαθοειδή(ς) σπαθοειδής σπαθοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπαθοειδείς οι σπαθοειδείς τα σπαθοειδή
      γενική των σπαθοειδών των σπαθοειδών των σπαθοειδών
    αιτιατική τους σπαθοειδείς τις σπαθοειδείς τα σπαθοειδή
     κλητική σπαθοειδείς σπαθοειδείς σπαθοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπαθοειδής < σπάθ(η) + -ο- + -ειδής[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /spa.θo.iˈðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπα‐θο‐ει‐δής

  Επίθετο επεξεργασία

σπαθοειδής, -ής, -ές

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία