μάλλινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μάλλινος | η | μάλλινη | το | μάλλινο |
γενική | του | μάλλινου | της | μάλλινης | του | μάλλινου |
αιτιατική | τον | μάλλινο | τη | μάλλινη | το | μάλλινο |
κλητική | μάλλινε | μάλλινη | μάλλινο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μάλλινοι | οι | μάλλινες | τα | μάλλινα |
γενική | των | μάλλινων | των | μάλλινων | των | μάλλινων |
αιτιατική | τους | μάλλινους | τις | μάλλινες | τα | μάλλινα |
κλητική | μάλλινοι | μάλλινες | μάλλινα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μάλλινος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαμάλλινος, -η, -ο
- που είναι φτιαγμένος από μαλλί ζώου
- ένα μάλλινο πουλόβερ