ενικός         πληθυντικός  
capote capotes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

capote (fr) θηλυκό

  1. το χοντρό παλτό, με ή χωρίς κουκούλα
  2. (ειδικότερα) η χλαίνη στρατιωτών
  3. η κουκούλα ενός αυτοκινήτου
  4. η καπότα, ανδρικό προφυλακτικό