capote
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
capote | capotes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcapote (fr) θηλυκό
- το χοντρό παλτό, με ή χωρίς κουκούλα
- (ειδικότερα) η χλαίνη στρατιωτών
- η κουκούλα ενός αυτοκινήτου
- η καπότα, ανδρικό προφυλακτικό
ενικός | πληθυντικός |
capote | capotes |
capote (fr) θηλυκό