Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καπότα οι καπότες
      γενική της καπότας των καποτών
    αιτιατική την καπότα τις καπότες
     κλητική καπότα καπότες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. καπότα < (άμεσο δάνειο) ιταλική cappotto < υποκοριστικό για την λατινική cappa < caput < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kauput-, *káput (κεφάλι)
  2. καπότα < (άμεσο δάνειο) γαλλική capote (capote anglaise) < υποκοριστικό για την λατινική cappa < caput < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kauput-, *káput (“κεφάλι”)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈpo.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐πό‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καπότα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) (παρωχημένο) χοντρή κάπα με κουκούλα
  2. (λαϊκότροπο, οικείο) το προφυλακτικό (μέσο αντισύλληψης)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία