στολίδιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | στολίδιον | τὰ | στολίδιᾰ |
γενική | τοῦ | στολιδίου | τῶν | στολιδίων |
δοτική | τῷ | στολιδίῳ | τοῖς | στολιδίοις |
αιτιατική | τὸ | στολίδιον | τὰ | στολίδιᾰ |
κλητική ὦ! | στολίδιον | στολίδιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στολιδίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | στολιδίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στολίδιον < αρχαία ελληνική στολ(ίς) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον (χιτώνας, εσθήτα) < στολή (εξοπλισμός, ιματισμός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστολίδιον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (ενδυμασία) υποκοριστικό του στολίς: κοντός δερμάτινος[1] χιτώνας
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ στολίδι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- στολίδιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στολίδιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.