ξεσκολίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεσκολίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεσκολίζω < ξε- + σκολ(ειό) + -ίζω
Ρήμα
επεξεργασίαξεσκολίζω
- (οικείο) τελειώνω με το σχολείο, έχω μάθει πια ό,τι ήταν να μάθω
- (οικείο) βγαίνω στη ζωή, περπατάω σε πονηρά μονοπάτια, μαθαίνω τη ζωή της νύχτας, με «ξεβγάζουν» στη ζωή και μαθητεύω στον άσχημο δρόμο, στην καλύτερη περίπτωση μπερμπαντεύω και στη χειρότερη γίνομαι ληστής, κλέφτης, πόρνη
- (παρωχημένο, μειωτικό) μαθαίνω ερωτικά κόλπα από μεγαλύτερες (για κορίτσια)
Συγγενικά
επεξεργασία- αξεσκόλιστα
- αξεσκόλιστος
- ξεσκολισμένος
- → δείτε τις λέξεις σχολείο και σχολή
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεσκολίζω | ξεσκόλιζα | θα ξεσκολίζω | να ξεσκολίζω | ξεσκολίζοντας | |
β' ενικ. | ξεσκολίζεις | ξεσκόλιζες | θα ξεσκολίζεις | να ξεσκολίζεις | ξεσκόλιζε | |
γ' ενικ. | ξεσκολίζει | ξεσκόλιζε | θα ξεσκολίζει | να ξεσκολίζει | ||
α' πληθ. | ξεσκολίζουμε | ξεσκολίζαμε | θα ξεσκολίζουμε | να ξεσκολίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεσκολίζετε | ξεσκολίζατε | θα ξεσκολίζετε | να ξεσκολίζετε | ξεσκολίζετε | |
γ' πληθ. | ξεσκολίζουν(ε) | ξεσκόλιζαν ξεσκολίζαν(ε) |
θα ξεσκολίζουν(ε) | να ξεσκολίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεσκόλισα | θα ξεσκολίσω | να ξεσκολίσω | ξεσκολίσει | ||
β' ενικ. | ξεσκόλισες | θα ξεσκολίσεις | να ξεσκολίσεις | ξεσκόλισε | ||
γ' ενικ. | ξεσκόλισε | θα ξεσκολίσει | να ξεσκολίσει | |||
α' πληθ. | ξεσκολίσαμε | θα ξεσκολίσουμε | να ξεσκολίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεσκολίσατε | θα ξεσκολίσετε | να ξεσκολίσετε | ξεσκολίστε | ||
γ' πληθ. | ξεσκόλισαν ξεσκολίσαν(ε) |
θα ξεσκολίσουν(ε) | να ξεσκολίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεσκολίσει | είχα ξεσκολίσει | θα έχω ξεσκολίσει | να έχω ξεσκολίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεσκολίσει | είχες ξεσκολίσει | θα έχεις ξεσκολίσει | να έχεις ξεσκολίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεσκολίσει | είχε ξεσκολίσει | θα έχει ξεσκολίσει | να έχει ξεσκολίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεσκολίσει | είχαμε ξεσκολίσει | θα έχουμε ξεσκολίσει | να έχουμε ξεσκολίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεσκολίσει | είχατε ξεσκολίσει | θα έχετε ξεσκολίσει | να έχετε ξεσκολίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεσκολίσει | είχαν ξεσκολίσει | θα έχουν ξεσκολίσει | να έχουν ξεσκολίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεσκολίζω
|