σκολειό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκολειό | τα | σκολειά |
γενική | του | σκολειού | των | σκολειών |
αιτιατική | το | σκολειό | τα | σκολειά |
κλητική | σκολειό | σκολειά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκολειό < σχολείο
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκολειό ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) (παρωχημένο) άλλη μορφή του σχολείο
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκολειό
|