Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπερμπαντεύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπερμπαντεύω
<
μπερμπάντης
+
-εύω
Ρήμα
επεξεργασία
μπερμπαντεύω
ερωτοτροπώ
(
συνήθως
εξωσυζυγικά
)
Συνώνυμα
επεξεργασία
τσιλημπουρδίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπερμπαντεύω
γαλλικά
:
mener
(fr)
une
vie
(fr)
de
bâton
(fr)
de
chaise
(fr)
,
mener
(fr)
une
vie
(fr)
de
patachon
(fr)
,
faire
(fr)
la
fête
(fr)