chaise
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
chaise | chaises |
chaise (fr) θηλυκό
- η καρέκλα
- assieds-toi sur la chaise - κάθησε στην καρέκλα
- le pied de la chaise est cassé - το καρεκλοπόδαρο είναι σπασμένο
Εκφράσεις
επεξεργασία- chaise électrique
- chaise longue
- chaise percée - κάθισμα με στρογγυλό άνοιγμα όπου στηρίζεται ένα δοχείο δωματίου