ενικός         πληθυντικός  
chaise longue chaise longues

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

chaise longue (en)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
chaise longue → δείτε τις λέξεις chaise και long

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
chaise longue chaises longues

chaise longue (fr) θηλυκό