Ετυμολογία

επεξεργασία
τσιλημπουρδίζω < τσιλημπουρδ(ώ) + -ίζω → δείτε τη λέξη τσιλημπουρδάω για την ετυμολογία

τσιλημπουρδίζω, αόρ.: τσιλημπουρδισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. ερωτοτροπώ, συνήθως εξωσυζυγικά
  2. φέρομαι απρεπώς
  3. ασχολούμαι με κάτι που μου τρώει χρόνο απ' την εργασία μου, χρονοτριβώ ασχολούμενος με κάτι άλλο απ' το αρμόζον

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία