Ετυμολογία

επεξεργασία

διανθίζω, αόρ.: διάνθισα, παθ.φωνή: διανθίζομαι, π.αόρ.: διανθίστηκα, μτχ.π.π.: διανθισμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία