διανθίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διανθίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διανθίζω[1] < αρχαία ελληνική ἀνθίζω < ἄνθος. Συγχρονικά αναλύεται σε (δια-) δι- + ανθίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.anˈθi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐αν‐θί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαδιανθίζω, αόρ.: διάνθισα, παθ.φωνή: διανθίζομαι, π.αόρ.: διανθίστηκα, μτχ.π.π.: διανθισμένος
- στολίζω με καλολογικά ή εκφραστικά στοιχεία το λόγο ή με ποικίλματα τη μουσική
Συγγενικά
επεξεργασία- αδιάνθιστα
- αδιάνθιστος
- διάνθισμα
- διανθισμένος
- → δείτε τις λέξεις ανθίζω και άνθος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διανθίζω | διάνθιζα | θα διανθίζω | να διανθίζω | διανθίζοντας | |
β' ενικ. | διανθίζεις | διάνθιζες | θα διανθίζεις | να διανθίζεις | διάνθιζε | |
γ' ενικ. | διανθίζει | διάνθιζε | θα διανθίζει | να διανθίζει | ||
α' πληθ. | διανθίζουμε | διανθίζαμε | θα διανθίζουμε | να διανθίζουμε | ||
β' πληθ. | διανθίζετε | διανθίζατε | θα διανθίζετε | να διανθίζετε | διανθίζετε | |
γ' πληθ. | διανθίζουν(ε) | διάνθιζαν διανθίζαν(ε) |
θα διανθίζουν(ε) | να διανθίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διάνθισα | θα διανθίσω | να διανθίσω | διανθίσει | ||
β' ενικ. | διάνθισες | θα διανθίσεις | να διανθίσεις | διάνθισε | ||
γ' ενικ. | διάνθισε | θα διανθίσει | να διανθίσει | |||
α' πληθ. | διανθίσαμε | θα διανθίσουμε | να διανθίσουμε | |||
β' πληθ. | διανθίσατε | θα διανθίσετε | να διανθίσετε | διανθίστε | ||
γ' πληθ. | διάνθισαν διανθίσαν(ε) |
θα διανθίσουν(ε) | να διανθίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διανθίσει | είχα διανθίσει | θα έχω διανθίσει | να έχω διανθίσει | ||
β' ενικ. | έχεις διανθίσει | είχες διανθίσει | θα έχεις διανθίσει | να έχεις διανθίσει | ||
γ' ενικ. | έχει διανθίσει | είχε διανθίσει | θα έχει διανθίσει | να έχει διανθίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διανθίσει | είχαμε διανθίσει | θα έχουμε διανθίσει | να έχουμε διανθίσει | ||
β' πληθ. | έχετε διανθίσει | είχατε διανθίσει | θα έχετε διανθίσει | να έχετε διανθίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διανθίσει | είχαν διανθίσει | θα έχουν διανθίσει | να έχουν διανθίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διανθίζομαι | διανθιζόμουν(α) | θα διανθίζομαι | να διανθίζομαι | ||
β' ενικ. | διανθίζεσαι | διανθιζόσουν(α) | θα διανθίζεσαι | να διανθίζεσαι | ||
γ' ενικ. | διανθίζεται | διανθιζόταν(ε) | θα διανθίζεται | να διανθίζεται | ||
α' πληθ. | διανθιζόμαστε | διανθιζόμαστε διανθιζόμασταν |
θα διανθιζόμαστε | να διανθιζόμαστε | ||
β' πληθ. | διανθίζεστε | διανθιζόσαστε διανθιζόσασταν |
θα διανθίζεστε | να διανθίζεστε | (διανθίζεστε) | |
γ' πληθ. | διανθίζονται | διανθίζονταν διανθιζόντουσαν |
θα διανθίζονται | να διανθίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διανθίστηκα | θα διανθιστώ | να διανθιστώ | διανθιστεί | ||
β' ενικ. | διανθίστηκες | θα διανθιστείς | να διανθιστείς | διανθίσου | ||
γ' ενικ. | διανθίστηκε | θα διανθιστεί | να διανθιστεί | |||
α' πληθ. | διανθιστήκαμε | θα διανθιστούμε | να διανθιστούμε | |||
β' πληθ. | διανθιστήκατε | θα διανθιστείτε | να διανθιστείτε | διανθιστείτε | ||
γ' πληθ. | διανθίστηκαν διανθιστήκαν(ε) |
θα διανθιστούν(ε) | να διανθιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διανθιστεί | είχα διανθιστεί | θα έχω διανθιστεί | να έχω διανθιστεί | διανθισμένος | |
β' ενικ. | έχεις διανθιστεί | είχες διανθιστεί | θα έχεις διανθιστεί | να έχεις διανθιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει διανθιστεί | είχε διανθιστεί | θα έχει διανθιστεί | να έχει διανθιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διανθιστεί | είχαμε διανθιστεί | θα έχουμε διανθιστεί | να έχουμε διανθιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε διανθιστεί | είχατε διανθιστεί | θα έχετε διανθιστεί | να έχετε διανθιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διανθιστεί | είχαν διανθιστεί | θα έχουν διανθιστεί | να έχουν διανθιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διανθισμένος - είμαστε, είστε, είναι διανθισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διανθισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διανθισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διανθισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διανθισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διανθισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διανθισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία διανθίζω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ διανθίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας