αστόλιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αστόλιστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίααστόλιστος
- ακόσμητος, άκοσμος, λιτός, γυμνός
- (μεταφορικά) που δεν τον έχουν βρίσει
Μεταφράσεις
επεξεργασία αστόλιστος
|
αστόλιστος
|