νυφοστολίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίανυφοστολίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | νυφοστολίζω | νυφοστόλιζα | θα νυφοστολίζω | να νυφοστολίζω | νυφοστολίζοντας | |
β' ενικ. | νυφοστολίζεις | νυφοστόλιζες | θα νυφοστολίζεις | να νυφοστολίζεις | νυφοστόλιζε | |
γ' ενικ. | νυφοστολίζει | νυφοστόλιζε | θα νυφοστολίζει | να νυφοστολίζει | ||
α' πληθ. | νυφοστολίζουμε | νυφοστολίζαμε | θα νυφοστολίζουμε | να νυφοστολίζουμε | ||
β' πληθ. | νυφοστολίζετε | νυφοστολίζατε | θα νυφοστολίζετε | να νυφοστολίζετε | νυφοστολίζετε | |
γ' πληθ. | νυφοστολίζουν(ε) | νυφοστόλιζαν νυφοστολίζαν(ε) |
θα νυφοστολίζουν(ε) | να νυφοστολίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | νυφοστόλισα | θα νυφοστολίσω | να νυφοστολίσω | νυφοστολίσει | ||
β' ενικ. | νυφοστόλισες | θα νυφοστολίσεις | να νυφοστολίσεις | νυφοστόλισε | ||
γ' ενικ. | νυφοστόλισε | θα νυφοστολίσει | να νυφοστολίσει | |||
α' πληθ. | νυφοστολίσαμε | θα νυφοστολίσουμε | να νυφοστολίσουμε | |||
β' πληθ. | νυφοστολίσατε | θα νυφοστολίσετε | να νυφοστολίσετε | νυφοστολίστε | ||
γ' πληθ. | νυφοστόλισαν νυφοστολίσαν(ε) |
θα νυφοστολίσουν(ε) | να νυφοστολίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω νυφοστολίσει | είχα νυφοστολίσει | θα έχω νυφοστολίσει | να έχω νυφοστολίσει | ||
β' ενικ. | έχεις νυφοστολίσει | είχες νυφοστολίσει | θα έχεις νυφοστολίσει | να έχεις νυφοστολίσει | ||
γ' ενικ. | έχει νυφοστολίσει | είχε νυφοστολίσει | θα έχει νυφοστολίσει | να έχει νυφοστολίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε νυφοστολίσει | είχαμε νυφοστολίσει | θα έχουμε νυφοστολίσει | να έχουμε νυφοστολίσει | ||
β' πληθ. | έχετε νυφοστολίσει | είχατε νυφοστολίσει | θα έχετε νυφοστολίσει | να έχετε νυφοστολίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν νυφοστολίσει | είχαν νυφοστολίσει | θα έχουν νυφοστολίσει | να έχουν νυφοστολίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία νυφοστολίζω
|