Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νυφοστολίζω < νύφη + -ο- + στολίζω

  Ρήμα επεξεργασία

νυφοστολίζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία