στολισμένος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στολισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος στολίζω
ΜετοχήΕπεξεργασία
στολισμένος, -η, -ο
- που έχει στολιστεί, διακοσμημένος (για τόπο ή πράγμα), ή που είναι ντυμένος με καλά ρούχα, φοράει κοσμήματα κλπ. (για πρόσωπο)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
στολισμένος