Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στολισμένος η στολισμένη το στολισμένο
      γενική του στολισμένου της στολισμένης του στολισμένου
    αιτιατική τον στολισμένο τη στολισμένη το στολισμένο
     κλητική στολισμένε στολισμένη στολισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στολισμένοι οι στολισμένες τα στολισμένα
      γενική των στολισμένων των στολισμένων των στολισμένων
    αιτιατική τους στολισμένους τις στολισμένες τα στολισμένα
     κλητική στολισμένοι στολισμένες στολισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στολισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στολίζω

  Μετοχή επεξεργασία

στολισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία