• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

στολισμένος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική στολισμένος στολισμένη στολισμένο
γενική στολισμένου στολισμένης στολισμένου
αιτιατική στολισμένο στολισμένη στολισμένο
κλητική στολισμένε στολισμένη στολισμένο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική στολισμένοι στολισμένες στολισμένα
γενική στολισμένων στολισμένων στολισμένων
αιτιατική στολισμένους στολισμένες στολισμένα
κλητική στολισμένοι στολισμένες στολισμένα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

στολισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος στολίζω

  ΜετοχήΕπεξεργασία

στολισμένος, -η, -ο

  • που έχει στολιστεί, διακοσμημένος (για τόπο ή πράγμα), ή που είναι ντυμένος με καλά ρούχα, φοράει κοσμήματα κλπ. (για πρόσωπο)

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    στολισμένος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=στολισμένος&oldid=4001198"
Τελευταία επεξεργασία στις 25 Αυγούστου 2018, στις 16:06

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 25 Αυγούστου 2018, στις 16:06.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie