Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διακοσμημένος η διακοσμημένη το διακοσμημένο
      γενική του διακοσμημένου της διακοσμημένης του διακοσμημένου
    αιτιατική τον διακοσμημένο τη διακοσμημένη το διακοσμημένο
     κλητική διακοσμημένε διακοσμημένη διακοσμημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διακοσμημένοι οι διακοσμημένες τα διακοσμημένα
      γενική των διακοσμημένων των διακοσμημένων των διακοσμημένων
    αιτιατική τους διακοσμημένους τις διακοσμημένες τα διακοσμημένα
     κλητική διακοσμημένοι διακοσμημένες διακοσμημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διακοσμημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου διακοσμώ

  Μετοχή επεξεργασία

διακοσμημένος

  • που έχει διακοσμηθεί, που γύρω του ή επάνω του έχουν τοποθετηθεί διάφορα αντικείμενα (πχ. λουλούδια, έργα τέχνης για έναν τόπο) ώστε να γίνει πιο ωραίος

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία