διακοσμημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διακοσμημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου διακοσμώ
Μετοχή επεξεργασία
διακοσμημένος
- που έχει διακοσμηθεί, που γύρω του ή επάνω του έχουν τοποθετηθεί διάφορα αντικείμενα (πχ. λουλούδια, έργα τέχνης για έναν τόπο) ώστε να γίνει πιο ωραίος