δαφνοστολίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δαφνοστολίζω < δάφν(η) + -ο- + στολίζω• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðaf.no.stoˈli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δαφ‐νο‐στο‐λί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασία
δαφνοστολίζω
- στολίζω, διακοσμώ με δάφνη
- ※ Λίγα είναι τα φαγητά που δεν συγκινούνται από τη δάφνη. Όχι μόνο στην ελληνική κουζίνα μα και σε ολόκληρη τη μεσογειακή λεκάνη (μια και αυτή είναι και η γενέτειρά της), ήδη από την αρχαιότητα, εκτός του ότι δαφνοστολίζει τους νικητές και τους ήρωες, αρωματίζει και τα μαγειρέματά μας, σούπες, όσπρια, το ρύζι και τα ριζότι, βουτάει σε πατάτες ψητές με κρέμα και κρέατα (ιδίως χοιρινό ή κουνέλι), καθώς και σε ψάρια μαγειρεμένα στο τηγάνι ή στον φούρνο.
- Δάφνη, η νύμφη που ξελόγιασε τον Απόλλωνα και απαραίτητο συστατικό στην κουζίνα μας (10 Ιανουαρίου 2021), lifo.gr
- ※ Λίγα είναι τα φαγητά που δεν συγκινούνται από τη δάφνη. Όχι μόνο στην ελληνική κουζίνα μα και σε ολόκληρη τη μεσογειακή λεκάνη (μια και αυτή είναι και η γενέτειρά της), ήδη από την αρχαιότητα, εκτός του ότι δαφνοστολίζει τους νικητές και τους ήρωες, αρωματίζει και τα μαγειρέματά μας, σούπες, όσπρια, το ρύζι και τα ριζότι, βουτάει σε πατάτες ψητές με κρέμα και κρέατα (ιδίως χοιρινό ή κουνέλι), καθώς και σε ψάρια μαγειρεμένα στο τηγάνι ή στον φούρνο.
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δαφνοστολίζω | δαφνοστόλιζα | θα δαφνοστολίζω | να δαφνοστολίζω | δαφνοστολίζοντας | |
β' ενικ. | δαφνοστολίζεις | δαφνοστόλιζες | θα δαφνοστολίζεις | να δαφνοστολίζεις | δαφνοστόλιζε | |
γ' ενικ. | δαφνοστολίζει | δαφνοστόλιζε | θα δαφνοστολίζει | να δαφνοστολίζει | ||
α' πληθ. | δαφνοστολίζουμε | δαφνοστολίζαμε | θα δαφνοστολίζουμε | να δαφνοστολίζουμε | ||
β' πληθ. | δαφνοστολίζετε | δαφνοστολίζατε | θα δαφνοστολίζετε | να δαφνοστολίζετε | δαφνοστολίζετε | |
γ' πληθ. | δαφνοστολίζουν(ε) | δαφνοστόλιζαν δαφνοστολίζαν(ε) |
θα δαφνοστολίζουν(ε) | να δαφνοστολίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δαφνοστόλισα | θα δαφνοστολίσω | να δαφνοστολίσω | δαφνοστολίσει | ||
β' ενικ. | δαφνοστόλισες | θα δαφνοστολίσεις | να δαφνοστολίσεις | δαφνοστόλισε | ||
γ' ενικ. | δαφνοστόλισε | θα δαφνοστολίσει | να δαφνοστολίσει | |||
α' πληθ. | δαφνοστολίσαμε | θα δαφνοστολίσουμε | να δαφνοστολίσουμε | |||
β' πληθ. | δαφνοστολίσατε | θα δαφνοστολίσετε | να δαφνοστολίσετε | δαφνοστολίστε | ||
γ' πληθ. | δαφνοστόλισαν δαφνοστολίσαν(ε) |
θα δαφνοστολίσουν(ε) | να δαφνοστολίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δαφνοστολίσει | είχα δαφνοστολίσει | θα έχω δαφνοστολίσει | να έχω δαφνοστολίσει | ||
β' ενικ. | έχεις δαφνοστολίσει | είχες δαφνοστολίσει | θα έχεις δαφνοστολίσει | να έχεις δαφνοστολίσει | έχε δαφνοστολισμένο | |
γ' ενικ. | έχει δαφνοστολίσει | είχε δαφνοστολίσει | θα έχει δαφνοστολίσει | να έχει δαφνοστολίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δαφνοστολίσει | είχαμε δαφνοστολίσει | θα έχουμε δαφνοστολίσει | να έχουμε δαφνοστολίσει | ||
β' πληθ. | έχετε δαφνοστολίσει | είχατε δαφνοστολίσει | θα έχετε δαφνοστολίσει | να έχετε δαφνοστολίσει | έχετε δαφνοστολισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν δαφνοστολίσει | είχαν δαφνοστολίσει | θα έχουν δαφνοστολίσει | να έχουν δαφνοστολίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) δαφνοστολισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) δαφνοστολισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) δαφνοστολισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) δαφνοστολισμένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δαφνοστολίζω
|
Πηγές
επεξεργασία
- δαφνοστολίζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)