Ετυμολογία

επεξεργασία
χρυσοστολίζω < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xɾi.so.stoˈli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρυ‐σο‐στο‐λί‐ζω

χρυσοστολίζω, αόρ.: χρυσοστόλισα, π.αόρ.: χρυσοστολίστηκα, μτχ.π.π.: χρυσοστολισμένος

  1. στολίζω κάτι με χρυσό
  2. χρυσοπλουμίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία