διακοσμήτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διακοσμήτρια < διακοσμητής + -τρια < διακοσμώ + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική décoratrice)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιακοσμήτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του διακοσμητής
Μεταφράσεις
επεξεργασία διακοσμήτρια