ornemental
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ornemental | ornementaux |
θηλυκό | ornementale | ornementales |
Επίθετο
επεξεργασίαornemental (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ornemental | ornementaux |
θηλυκό | ornementale | ornementales |
ornemental (fr)