πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στρείδι τα στρείδια
      γενική του στρειδιού των στρειδιών
    αιτιατική το στρείδι τα στρείδια
     κλητική στρείδι στρείδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ανοιχτό στρείδι

Ετυμολογία

επεξεργασία
στρείδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική (ὀ)στρείδι(ον) με σίγηση του αρχικού ο- και προσαρμογή σε νεότερη κατάληξη[1] υποκοριστικό του αρχαίου ὄστρειον / ὄστρεον.[2][3] Δείτε και όστρεο.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στρείδι ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. στρείδι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. στρείδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. στρείδι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)