όστρεο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | όστρεο | τα | όστρεα |
γενική | του | όστρεου | των | όστρεων |
αιτιατική | το | όστρεο | τα | όστρεα |
κλητική | όστρεο | όστρεα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- όστρεο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄστρεον
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈo.stɾe.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ό‐στρε‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- όστρεο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας