• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

όστρεο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις
    • 1.4 Πηγές

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το όστρεο τα όστρεα
      γενική του όστρεου των όστρεων
    αιτιατική το όστρεο τα όστρεα
     κλητική όστρεο όστρεα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
όστρεο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄστρεον

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈo.stɾe.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός : ό‐στρε‐ο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

όστρεο ουδέτερο

  • (μαλάκιο, λόγιο) το στρείδι

Συγγενικά

επεξεργασία
  • οστρεοκαλλιέργεια
  • οστρεοτροφείο
  • οστρεοτροφία
  • οστρεοτρόφος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    όστρεο
  • → δείτε τη λέξη στρείδι

Πηγές

επεξεργασία
  • όστρεο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=όστρεο&oldid=6948284"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Οκτωβρίου 2024, στις 18:29

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Οκτωβρίου 2024, στις 18:29.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας