↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το όστρεο τα όστρεα
      γενική του όστρεου των όστρεων
    αιτιατική το όστρεο τα όστρεα
     κλητική όστρεο όστρεα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
όστρεο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄστρεον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈo.stɾe.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ό‐στρε‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

όστρεο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία