Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οστρεοκαλλιέργεια οι οστρεοκαλλιέργειες
      γενική της οστρεοκαλλιέργειας των οστρεοκαλλιεργειών
    αιτιατική την οστρεοκαλλιέργεια τις οστρεοκαλλιέργειες
     κλητική οστρεοκαλλιέργεια οστρεοκαλλιέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οστρεοκαλλιέργεια < όστρεο + -ο- + καλλιέργεια ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ostréiculture[1] [2])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οστρεοκαλλιέργεια θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. οστρεοκαλλιέργεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. οστρεοκαλλιέργειαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)