οστρεοτροφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οστρεοτροφία < οστρεοτρόφος + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοστρεοτροφία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- οστρεοτροφείο
- οστρεοτρόφος
- → δείτε τις λέξεις όστρεο και τρέφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία οστρεοτροφία
|