Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οστρεοτροφείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
οστρεοτροφεί
ο
τα
οστρεοτροφεί
α
γενική
του
οστρεοτροφεί
ου
των
οστρεοτροφεί
ων
αιτιατική
το
οστρεοτροφεί
ο
τα
οστρεοτροφεί
α
κλητική
οστρεοτροφεί
ο
οστρεοτροφεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
οστρεοτροφείο
<
όστρεο
+
-ο-
+
-τροφείο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οστρεοτροφείο
ουδέτερο
μονάδα
εκτροφής
στρειδιών
(
οστρέων
)
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
οστρεοτροφία
,
όστρεο
και
τρέφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οστρεοτροφείο
γαλλικά
:
huitrière
(fr)