Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɥi.tʁi.jɛːʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
huitrière huitrières

huitrière (fr) θηλυκό