κόγχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κόγχος < μεσαιωνική ελληνική κόγχος < αρχαία ελληνική κόγχη (το μύδι, το στείδι κ.λπ.)
Επίθετο
επεξεργασίακόγχος,ο (του κόγχου)
- ίσως γενικά τα οστρακοειδή, το κοχύλι μέχρι και τον 19ο αιώνα