κρεατοφάγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kɾe.a.toˈfa.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρε‐α‐το‐φά‐γος
Επίθετο
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | κρεατοφάγος | το | κρεατοφάγο | ||
γενική | του/της | κρεατοφάγου | του | κρεατοφάγου | ||
αιτιατική | τον/την | κρεατοφάγο | το | κρεατοφάγο | ||
κλητική | κρεατοφάγε | κρεατοφάγο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | κρεατοφάγοι | τα | κρεατοφάγα | ||
γενική | των | κρεατοφάγων | των | κρεατοφάγων | ||
αιτιατική | τους/τις | κρεατοφάγους | τα | κρεατοφάγα | ||
κλητική | κρεατοφάγοι | κρεατοφάγα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
κρεατοφάγος, -ος, -ο [1]
- που του αρέσει να τρώει κρέας
- ↪ είναι κρεατοφάγοι· τρώνε σχεδόν κάθε μέρα κρέας.
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρεατοφάγος αρσενικό ή θηλυκό [2]
- που είναι κρεατοφάγος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ κρεατοφάγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας