σαρκοφαγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασαρκοφαγία θηλυκό
- η κατανάλωση κρέατος σε μεγάλες ποσότητες (κρεατοφαγία)
- το να τρώει κανείς αποκλειστικά κρέας
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαρκοφαγία
|
σαρκοφαγία θηλυκό
|