Δείτε επίσης: σωρός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σορός οι σοροί
      γενική της σορού των σορών
    αιτιατική τη σορό τις σορούς
     κλητική σορέ σοροί
Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σορός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σορός (φέρετρο) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /soˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σο‐ρός
ομόηχο: σωρός (αρσενικό)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σορός θηλυκό

  1. το σώμα του νεκρού (όπως έχει προετοιμαστεί για ταφή ή αποτέφρωση)
    ※  Η σορός του βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας Κολομβιανού συγγραφέα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο οποίος απεβίωσε την Μεγάλη Πέμπτη, αποτεφρώθηκε ήδη, όπως ανακοίνωσε ο πρεσβευτής του Μεξικού. (enet.gr)
     συνώνυμα: λείψανο
  2. το φέρετρο στο οποίο έχουν τοποθετήσει μια σορό [2]
     συνώνυμα: κάσα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σορός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σορός αἱ σοροί
      γενική τῆς σοροῦ τῶν σορῶν
      δοτική τῇ σορ ταῖς σοροῖς
    αιτιατική τὴν σορόν τὰς σορούς
     κλητική ! σορέ σοροί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σορώ
γεν-δοτ τοῖν  σοροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ὁδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σορός < *τϝορός, πιθανόν μεταπτωτική βαθμίδα θέματος όπως στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *twer- (περιβάλλω, περικλείω). Υπάρχει υπόθεση ότι πιθανόν στην ίδια ετυμολογική οικογένεια εντάσσεται και ο σωρός.[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σορός θηλυκό

  1. αγγείο στο οποίο τοποθετούμε τα οστά ενός νεκρού ή την τέφρα του, τεφροδόχος, φέρετρο
  2. μνήμα, σαρκοφάγος
  3. νεκροκρέβατο
  4. (ελληνιστική σημασία , σκωπτικό) γέρος, γριά

Παροιμίες

επεξεργασία
  • τὸν ἕτερον πόδα ἐν τῇ σορῷ ἔχει: «έχει το ένα πόδι στο τάφο», για άνθρωπο πολύ μεγάλης ηλικίας και ανήμπορος
    ※  Ἔπειτα ἐς πόσον ἔτι τὸν λοιπὸν χρόνον ἀπολαύσεις αὐτοῦ γέρων ἤδη καὶ παντὸς ἡδέος ἔξωρος ὢν καὶ τὸν ἕτερον πόδα φασὶν ἐν τῇ σορῷ ἔχων; (Λουκιανός, Ἑρμότιμος, 78, 4-7)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.