σορός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σορός | οι | σοροί |
γενική | της | σορού | των | σορών |
αιτιατική | τη | σορό | τις | σορούς |
κλητική | σορέ | σοροί | ||
Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σορός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σορός (φέρετρο) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /soˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σο‐ρός
- ομόηχο: σωρός (αρσενικό)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασορός θηλυκό
- το σώμα του νεκρού (όπως έχει προετοιμαστεί για ταφή ή αποτέφρωση)
- το φέρετρο στο οποίο έχουν τοποθετήσει μια σορό [2]
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σορός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σορός | αἱ | σοροί |
γενική | τῆς | σοροῦ | τῶν | σορῶν |
δοτική | τῇ | σορῷ | ταῖς | σοροῖς |
αιτιατική | τὴν | σορόν | τὰς | σορούς |
κλητική ὦ! | σορέ | σοροί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σορώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σοροῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ὁδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σορός < *τϝορός, πιθανόν μεταπτωτική βαθμίδα θέματος όπως στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *twer- (περιβάλλω, περικλείω). Υπάρχει υπόθεση ότι πιθανόν στην ίδια ετυμολογική οικογένεια εντάσσεται και ο σωρός.[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίασορός θηλυκό
- αγγείο στο οποίο τοποθετούμε τα οστά ενός νεκρού ή την τέφρα του, τεφροδόχος, φέρετρο
- μνήμα, σαρκοφάγος
- νεκροκρέβατο
- (ελληνιστική σημασία , σκωπτικό) γέρος, γριά
Παροιμίες
επεξεργασία- τὸν ἕτερον πόδα ἐν τῇ σορῷ ἔχει: «έχει το ένα πόδι στο τάφο», για άνθρωπο πολύ μεγάλης ηλικίας και ανήμπορος
- ※ Ἔπειτα ἐς πόσον ἔτι τὸν λοιπὸν χρόνον ἀπολαύσεις αὐτοῦ γέρων ἤδη καὶ παντὸς ἡδέος ἔξωρος ὢν καὶ τὸν ἕτερον πόδα φασὶν ἐν τῇ σορῷ ἔχων; (Λουκιανός, Ἑρμότιμος, 78, 4-7)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- σορός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σορός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.