ταφή
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ταφή | οι | ταφές |
γενική | της | ταφής | των | ταφών |
αιτιατική | την | ταφή | τις | ταφές |
κλητική | ταφή | ταφές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ταφή < αρχαία ελληνική ταφή <αρχαία ελληνική θέμα ταφ- του ρήματος θάπτω
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ταφή θηλυκό
- η τελετουργική τοποθέτηση ενός νεκρού στο χώμα
- ≈ συνώνυμα: ενταφιασμός
- ≠ αντώνυμα: εκταφή
- όλοι δάκρυσαν στην ταφή του αδικοχαμένου ηθοποιού
- το να θάβεται κάτι
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ταφή
|
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ταφή θηλυκό
- θάψιμο
- τρόπος ταφής
- δαπάνη για την ταφή, έξοδα κηδείας