Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταφή οι ταφές
      γενική της ταφής των ταφών
    αιτιατική την ταφή τις ταφές
     κλητική ταφή ταφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταφή < αρχαία ελληνική ταφή <αρχαία ελληνική θέμα ταφ- του ρήματος θάπτω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /taˈfi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταφή θηλυκό

  1. η τελετουργική τοποθέτηση ενός νεκρού στο χώμα
     συνώνυμα: ενταφιασμός
     αντώνυμα: εκταφή
    όλοι δάκρυσαν στην ταφή του αδικοχαμένου ηθοποιού
  2. το να θάβεται κάτι
     συνώνυμα: θάψιμο
    η ταφή των απορριμάτων από το δήμο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταφή θηλυκό

  1. θάψιμο
  2. τρόπος ταφής
  3. δαπάνη για την ταφή, έξοδα κηδείας