μνήμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μνήμα | τα | μνήματα |
γενική | του | μνήματος | των | μνημάτων |
αιτιατική | το | μνήμα | τα | μνήματα |
κλητική | μνήμα | μνήματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μνήμα < αρχαία ελληνική μνῆμα
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμνήμα ουδέτερο
- ο τάφος
- ※ Της έκαμα μνήμα με μάρμαρο και γύρω γύρω βάλαμε γλάστρες με λουλούδια, που τ' αγάπαγε. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
- (συνεκδοχή, στον πληθυντικό) τα μνήματα: το νεκροταφείο