grave
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | grave |
συγκριτικός | graver |
υπερθετικός | gravest |
Επίθετο
επεξεργασίαgrave (en)
- (παρωχημένο) πολύ βαρύς
- σοβαρός, σημαντικός (χαρακτήρας, σχέση)
- (μουσική) σοβαρός και αργός
Συνώνυμα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgrave (en)
- (διακριτικό σημάδι) η βαρεία (τόνος)
- ⮡ è is an e with a grave accent
- Το è είναι ένα e με βαρεία
- → δείτε και τη λέξη grave accent
- Το è είναι ένα e με βαρεία
- ⮡ è is an e with a grave accent
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαενεστώτας | grave |
γ΄ ενικό ενεστώτα | graves |
αόριστος | graved, grove |
παθητική μετοχή | graved, graven |
ενεργητική μετοχή | graving |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
- grave < αγγλοσαξονική grafan
Ρήμα
επεξεργασίαgrave (en) (μεταβατικό)
- χαράζω ή σκαλίζω γράμματα ή μορφές σε σκληρή επιφάνεια, όπως μια πέτρα, λαξεύω μια μορφή
- εντυπώνω βαθιά στο μυαλό
Ετυμολογία 3
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
grave | graves |
- grave < αγγλοσαξονική græf
Ουσιαστικό
επεξεργασίαgrave (en)
- ο τάφος
Πηγές
επεξεργασία- grave - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- grave - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- grave < (άμεσο δάνειο) λατινική gravis
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
grave | graves |
grave (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαgrave (fr)
- α΄ ή γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα του graver
- β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής του graver
- α΄ ή γ΄ πρόσωπο ενικού υποτακτικής ενεστώτα του graver
Πηγές
επεξεργασία- grave - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- grave - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
Δανικά (da)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- grave < (κληρονομημένο) παλαιά νορβηγική grafa
Ρήμα
επεξεργασίαgrave (da)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαgrave (eo)
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαgrave (es)
Συγγενικά
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαgrave (es)
- α΄ ή γ΄ πρόσωπο ενικού υποτακτικής ενεστώτα του gravar
- γ΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής του gravar
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαgrave (it)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- grave - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).