grave
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | grave |
συγκριτικός | graver |
υπερθετικός | gravest |
ΕπίθετοΕπεξεργασία
grave (en)
- (παρωχημένο) πολύ βαρύς
- σοβαρός, σημαντικός (λέγεται χαρακτήρες, σχέσεις κ.λπ.)
- ↪ grave deportment, character, influence
- ※ Most potent, grave, and reverend seigniors. (William Shakespeare)
- → λείπει η μετάφραση
- ※ A grave and prudent law, full of moral equity. (John Milton)
- → λείπει η μετάφραση
- σοβαρός, όχι ελαφρός ή χαρούμενος
- ↪ a grave color; a grave face
- → λείπει η μετάφραση
- ↪ a grave color; a grave face
- (μουσική) βαρύς, χαμηλός, βαθύς (για ήχους)
- (μουσική) σοβαρός και αργός
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Ουσιαστικό 1Επεξεργασία
grave (en)
- (διακριτικό σημάδι) η βαρεία (τόνος)
- ↪ è is an e with a grave accent
- → λείπει η μετάφραση
- → δείτε και τη λέξη grave accent
- → λείπει η μετάφραση
- ↪ è is an e with a grave accent
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
- grave < αγγλοσαξονική grafan
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | grave |
γ΄ ενικό ενεστώτα | graves |
αόριστος | graved, grove |
παθητική μετοχή | graved, graven |
ενεργητική μετοχή | graving |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
grave (en)
- (μεταβατικό)
- (παρωχημένο) σκάβω
- ※ He hath graven and digged up a pit. (Ψαλμοί VII 16 (Book of Prayer)
- → λείπει η μετάφραση
- ※ He hath graven and digged up a pit. (Ψαλμοί VII 16 (Book of Prayer)
- χαράζω ή σκαλίζω γράμματα ή μορφές σε σκληρή επιφάνεια, π.χ πέτρα
- λαξεύω μια μορφή
- εντυπώνω βαθιά στο μυαλό
- (ναυτικός όρος) καθαρίζω τη βάση ενός σκάφους και την αλείφω με πίσσα
- (παρωχημένο) σκάβω
- (αμετάβατο) γράφω ή σχεδιάζω σε μια σκληρή επιφάνεια, χαράζω
Ετυμολογία 3Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
grave | graves |
- grave < αγγλοσαξονική græf
Ουσιαστικό 2Επεξεργασία
grave (en)
- ο τάφος
- ↪ He had lain in the grave four days. — Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο XI.,17.
- → λείπει η μετάφραση
- ↪ He had lain in the grave four days. — Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο XI.,17.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- grave - lexico.com. Συνεργασία των Dictionary.com & Oxford University Press, μονόγλωσσο αγγλικό λεξικό © 2019-2022
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- grave < (άμεσο δάνειο) λατινική gravis
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
grave | graves |
grave (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Επεξεργασία
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
grave (fr)
- α΄ ή γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα του graver
- β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής του graver
- α΄ ή γ΄ πρόσωπο ενικού υποτακτικής ενεστώτα του graver
ΠηγέςΕπεξεργασία
- grave - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- grave - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
Δανικά (da)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- grave < (κληρονομημένο) παλαιά νορβηγική grafa
ΡήμαΕπεξεργασία
grave (da)
Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
grave (eo)
Ισπανικά (es)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
grave (es)
Επεξεργασία
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
grave (es)
- α΄ ή γ΄ πρόσωπο ενικού υποτακτικής ενεστώτα του gravar
- γ΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής του gravar
Ιταλικά (it)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
grave (it)