Δείτε επίσης: gravé, -grave

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡreɪv/
 

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός grave
συγκριτικός graver
υπερθετικός gravest
grave < λατινική gravis

  Επίθετο

επεξεργασία

grave (en)

  1. (παρωχημένο) πολύ βαρύς
  2. σοβαρός, σημαντικός (χαρακτήρας, σχέση)
  3. (μουσική) σοβαρός και αργός

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

grave (en)

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ενεστώτας grave
γ΄ ενικό ενεστώτα graves
αόριστος graved, grove
παθητική μετοχή graved, graven
ενεργητική μετοχή graving
αγγλικά ανώμαλα ρήματα
grave < αγγλοσαξονική grafan

grave (en) (μεταβατικό)

  1. χαράζω ή σκαλίζω γράμματα ή μορφές σε σκληρή επιφάνεια, όπως μια πέτρα, λαξεύω μια μορφή
  2. εντυπώνω βαθιά στο μυαλό

  Ετυμολογία 3

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
grave graves
grave < αγγλοσαξονική græf

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

grave (en)

  • grave - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  • grave - Oxford Learner's Dictionaries



  Ετυμολογία

επεξεργασία
grave < (άμεσο δάνειο) λατινική gravis

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
grave graves

grave (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σοβαρός
  2. κρίσιμος
  3. επίσημος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

grave (fr)

  1. α΄ ή γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα του graver
  2. β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής του graver
  3. α΄ ή γ΄ πρόσωπο ενικού υποτακτικής ενεστώτα του graver



  Ετυμολογία

επεξεργασία
grave < (κληρονομημένο) παλαιά νορβηγική grafa

grave (da)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
grave < grav- + -e

  Επίρρημα

επεξεργασία

grave (eo)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
grave < λατινική gravis

  Επίθετο

επεξεργασία

grave (es)

  1. σοβαρός
  2. βαρύς, χαμηλός (για ήχο)
  3. επίσημος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

grave (es)

  1. α΄ ή γ΄ πρόσωπο ενικού υποτακτικής ενεστώτα του gravar
  2. γ΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής του gravar



  Ετυμολογία

επεξεργασία
grave < λατινική gravis

  Επίθετο

επεξεργασία

grave (it)

  1. σοβαρός
  2. βαρύς
  3. σοβαρός, επίσημος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία