πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παμφάγος η παμφάγος
& παμφάγα
το παμφάγο
      γενική του παμφάγου της παμφάγου
& παμφάγας
του παμφάγου
    αιτιατική τον παμφάγο την παμφάγο
& παμφάγα
το παμφάγο
     κλητική παμφάγε παμφάγε
& παμφάγα
παμφάγο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παμφάγοι οι παμφάγοι
& παμφάγες
τα παμφάγα
      γενική των παμφάγων των παμφάγων των παμφάγων
    αιτιατική τους παμφάγους τις παμφάγους
& παμφάγες
τα παμφάγα
     κλητική παμφάγοι παμφάγοι
& παμφάγες
παμφάγα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
παμφάγος < παμ- (παν-) + -φάγος (< θέμα αορίστου έφαγον του ρήματος τρώγω)

παμφάγος, -α/-ος, -ο

  1. που τρώει και κρέας και φυτικές τροφές, που είναι ταυτοχρόνως και σαρκοφάγος και φυτοφάγος
    η αρκούδα και το ρακούν είναι ζώο παμφάγο
  2. που τρώει μεγάλες ποσότητες από οποιαδήποτε τροφή
  3. (μεταφορικά) που καταστρέφει τα πάντα

Μεταφράσεις

επεξεργασία