κηποτάφιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κηποτάφιο < ελληνιστική κοινή κηποτάφιον < αρχαία ελληνική κῆπος + τάφος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακηποτάφιο ουδέτερο
- (λόγιο) τάφος σε κήπο, κήπος που εξυπηρετεί ταφικές ανάγκες
- ※ Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του βουλευτού Τ. Κλαύδιου Λύκου, ο οποίος πέθανε το 147/148 μ.Χ., και σύμφωνα με την επιγραφή της σαρκοφάγου του, η οποία βρέθηκε μετακινημένη, έχτισε μέσα σε δική του γη ένα «κηποτάφιο», δηλαδή έναν περίκλειστο κήπο με δένδρα και λουλούδια, όπου τοποθέτησε σαρκοφάγους, προφανώς της οικογένειάς του και ανδριάντες. (*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία κηποτάφιο