προανάκριση
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προανάκριση | οι | προανακρίσεις |
γενική | της | προανάκρισης* | των | προανακρίσεων |
αιτιατική | την | προανάκριση | τις | προανακρίσεις |
κλητική | προανάκριση | προανακρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προανακρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προανάκριση < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
προανάκριση θηλυκό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
προανάκριση