ανακρίνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανακρίνω < αρχαία ελληνική ἀνακρίνω < ἀνά και κρίνω (στην ελληνιστική εποχή σήμαινε εξετάζω κάτι λεπτομερώς, ενδελεχώς αλλά παλαιότερα στην παθητική φωνή σήμαινε και διαφωνώ, αντικρούω)
Ρήμα επεξεργασία
ανακρίνω
- εξετάζω ένα άτομο με αυστηρό τρόπο, με σκοπό να εκμαιεύσω από αυτό κάποια πληροφορία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανακρίνω