Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκμαιεύω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

εκμαιεύω

  • αποσπώ επιθυμητή πληροφορία με πλάγιο τρόπο, αναγκάζω κάποιον πλαγίως να παραδεχθεί αυτό που επιθυμώ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία