εκμαιεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκμαιεύω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαεκμαιεύω
- αποσπώ επιθυμητή πληροφορία με πλάγιο τρόπο, αναγκάζω κάποιον πλαγίως να παραδεχθεί αυτό που επιθυμώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκμαιεύω | εκμαίευα | θα εκμαιεύω | να εκμαιεύω | εκμαιεύοντας | |
β' ενικ. | εκμαιεύεις | εκμαίευες | θα εκμαιεύεις | να εκμαιεύεις | εκμαίευε | |
γ' ενικ. | εκμαιεύει | εκμαίευε | θα εκμαιεύει | να εκμαιεύει | ||
α' πληθ. | εκμαιεύουμε | εκμαιεύαμε | θα εκμαιεύουμε | να εκμαιεύουμε | ||
β' πληθ. | εκμαιεύετε | εκμαιεύατε | θα εκμαιεύετε | να εκμαιεύετε | εκμαιεύετε | |
γ' πληθ. | εκμαιεύουν(ε) | εκμαίευαν εκμαιεύαν(ε) |
θα εκμαιεύουν(ε) | να εκμαιεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εμαίευσα | θα εκμαιεύσω | να εκμαιεύσω | εκμαιεύσει | ||
β' ενικ. | εμαίευσες | θα εκμαιεύσεις | να εκμαιεύσεις | εμαίευσε | ||
γ' ενικ. | εμαίευσε | θα εκμαιεύσει | να εκμαιεύσει | |||
α' πληθ. | εκμαιεύσαμε | θα εκμαιεύσουμε | να εκμαιεύσουμε | |||
β' πληθ. | εκμαιεύσατε | θα εκμαιεύσετε | να εκμαιεύσετε | εκμαιεύστε | ||
γ' πληθ. | εμαίευσαν εκμαιεύσαν(ε) |
θα εκμαιεύσουν(ε) | να εκμαιεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκμαιεύσει | είχα εκμαιεύσει | θα έχω εκμαιεύσει | να έχω εκμαιεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκμαιεύσει | είχες εκμαιεύσει | θα έχεις εκμαιεύσει | να έχεις εκμαιεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκμαιεύσει | είχε εκμαιεύσει | θα έχει εκμαιεύσει | να έχει εκμαιεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκμαιεύσει | είχαμε εκμαιεύσει | θα έχουμε εκμαιεύσει | να έχουμε εκμαιεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκμαιεύσει | είχατε εκμαιεύσει | θα έχετε εκμαιεύσει | να έχετε εκμαιεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκμαιεύσει | είχαν εκμαιεύσει | θα έχουν εκμαιεύσει | να έχουν εκμαιεύσει |
|