ενεστώτας tease out
γ΄ ενικό ενεστώτα teases out
αόριστος teased out
παθητική μετοχή teased out
ενεργητική μετοχή teasing out

tease out (en)

  1. ξεμπλέκω κόμπο, μπλεγμένα νήματα, λύνω πλεξούδες κτλ.
  2. (μεταφορικά) για δύσκολο πρόβλημα: ανακαλύπτω/αποκαλύπτω τί ισχύει
  3. (μεταφορικά) για πληροφορία: εκμαιεύω