προανακρίνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προανακρίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προανακρίνω[1]
Ρήμα επεξεργασία
προανακρίνω
- (νομικός όρος) υποβάλλω κάποιον σε προανάκριση
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προανακρίνω
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ προανακρίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας