προανακριτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προανακριτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
προανακριτικός
- που αναφέρεται στην προανάκριση
- προανακριτική εξέταση
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προανακριτικός
|