προσχεδιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσχεδιασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου προσχεδιάζω
Μετοχή
επεξεργασίαπροσχεδιασμένος, -η, -ο
- που έχει προσχεδιαστεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις προσχεδιάζω, σχεδιάζω, σχέδιο και έχω
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσχεδιασμένος
|